- δεκάτευση
- η (AM δεκάτευσις) [δεκατεύω]νεοελλ.ο καθορισμός τού φόρου τής δεκάτης*αρχ.1. ο αποδεκατισμός2. στρατιωτική ποινή σε στασιαστές ή λιποτάκτες τού ρωμαϊκού στρατού σύμφωνα με την οποία όριζαν με κλήρο και εκτελούσαν έναν από κάθε δεκάδα.
Dictionary of Greek. 2013.